Συλλαβίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συλλαβίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žavumas, žavesys, Sylabizować, Skirstoma į skiemens, Tariate pagal skiemens, skiemens, į skiemens
Συλλαβίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλαβίζω

πως συλλαβίζω, συλλαβίζω ακόμα το ρυθμό, συλλαβίζω αγγλικα, συλλαβίζω τις λέξεις, συλλαβίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συλλαβίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συλλέκτης στα λιθουανικά - kolektorius, surinkėjas, kolektoriaus, rinktuvas, kolektorinis
  • συλλαβή στα λιθουανικά - skiemuo, skiemenį, skiemens, skiemenų, skiemeniu
  • συλλαμβάνω στα λιθουανικά - areštuoti, areštas, suimti, sugauti, Nabi, nab, Przydybać
  • συλλογίζομαι στα λιθουανικά - apmąstyti, Mąstyti, Apgalvoti, Pojąć, Rozmyślać
Τυχαίες λέξεις
Συλλαβίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žavumas, žavesys, Sylabizować, Skirstoma į skiemens, Tariate pagal skiemens, skiemens, į skiemens