Συλλαβίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συλλαβίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijd, spellen, betovering, aantrekkelijkheid, poos, syllabize
Συλλαβίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλαβίζω

πως συλλαβίζω, συλλαβίζω ακόμα το ρυθμό, συλλαβίζω αγγλικα, συλλαβίζω τις λέξεις, συλλαβίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλαβίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συλλέκτης στα ολλανδικά - verzamelaar, Verzamelaars, collector, inzamelaar, collector van
  • συλλαβή στα ολλανδικά - syllabe, lettergreep, lettergrepen
  • συλλαμβάνω στα ολλανδικά - inrekenen, arrest, bemachtigen, aangrijpen, hechtenis, arresteren, waardering, ...
  • συλλογίζομαι στα ολλανδικά - peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken
Τυχαίες λέξεις
Συλλαβίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tijd, spellen, betovering, aantrekkelijkheid, poos, syllabize