Συστέλλομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: συστέλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kontraktas, sudaryti, sutartis, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, sudžiūti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συστέλλομαι
συστέλλομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συστέλλομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συσσωρεύω στα λιθουανικά - susikaupti, krūva, kaupas, apiberti, kaugė, malka
- συσσώρευση στα λιθουανικά - kaupimas, susikaupimas, kaupimasis, kaupimo, kaupimosi
- συστέλλω στα λιθουανικά - psichiatras, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, sudžiūti
- συστήνω στα λιθουανικά - rekomenduoti, rekomenduojame, rekomenduoja, rekomenduoju, rekomenduojama
Τυχαίες λέξεις
Συστέλλομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kontraktas, sudaryti, sutartis, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, sudžiūti
Μεταφράσεις: kontraktas, sudaryti, sutartis, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, sudžiūti