Συστέλλομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: συστέλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kontrat, kırışmak, kurutmak, büzmek, buruşmak, içi geçmek
Συστέλλομαι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συστέλλομαι

συστέλλομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, συστέλλομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συσσωρεύω στα τούρκικα - biriktirmek, yığmak, yığın, öbek, yığını, heap, bir yığın
  • συσσώρευση στα τούρκικα - büyüme, toplama, koleksiyon, birikim, birikimi, birikmesi, birikiminin, ...
  • συστέλλω στα τούρκικα - kırışmak, kurutmak, büzmek, buruşmak, içi geçmek
  • συστήνω στα τούρκικα - tanıştırmak, tavsiye, öneririz, öneriyor, öneriliyor, önerilir
Τυχαίες λέξεις
Συστέλλομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kontrat, kırışmak, kurutmak, büzmek, buruşmak, içi geçmek