Σύνορο στα λιθουανικά

Μετάφραση: σύνορο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paraštė, riba, kraštas, siena, krašto, ribos, kontūro, klasės riba
Σύνορο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύνορο

σύνορο σκούρα, νέο σύνορο, σύνορο συνόλου, περιοδικό σύνορο, αποτελεσματικό σύνορο, σύνορο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σύνορο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σύνοδος στα λιθουανικά - posėdis, sesija, sesijos, sesijoje
  • σύνολο στα λιθουανικά - suma, ištisas, visas, bendras, viso
  • σύνοψη στα λιθουανικά - santrauka, santrauką, suvestinė, santraukoje, santraukos
  • σύνταγμα στα λιθουανικά - pulkas, konstitucija, konstituciją, sudarymas, sudėtis
Τυχαίες λέξεις
Σύνορο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: paraštė, riba, kraštas, siena, krašto, ribos, kontūro, klasės riba