Σύνορο στα δανικά
Μετάφραση: σύνορο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænsning, bred, margen, kant, grænse, grænsen, afgrænsning, grænser
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύνορο
σύνορο σκούρα, νέο σύνορο, σύνορο συνόλου, περιοδικό σύνορο, αποτελεσματικό σύνορο, σύνορο λεξικό γλώσσας δανικά, σύνορο στα δανικά
Μεταφράσεις
- σύνοδος στα δανικά - session, samling, møde, sessionen
- σύνολο στα δανικά - hele, beløb, total, sum, samlede, alt, samlet, ...
- σύνοψη στα δανικά - resumé, over vurderinger, Oversigt over, sammendrag, resumé af
- σύνταγμα στα δανικά - regiment, forfatning, forfatningen, forfatningens, udholdenhed
Τυχαίες λέξεις
Σύνορο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begrænsning, bred, margen, kant, grænse, grænsen, afgrænsning, grænser
Μεταφράσεις: begrænsning, bred, margen, kant, grænse, grænsen, afgrænsning, grænser