Τραυλισμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: τραυλισμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mikčiojimas, Stuttering, stostās, mikčiojimo, mikčiojančiųjų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυλισμός
τραυλισμός ορισμός, τραυλισμός αντιμετώπιση, τραυλισμός pdf, τραυλισμός στα παιδιά 2 ετων, τραυλισμός συμπτώματα, τραυλισμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τραυλισμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τραπεζοκόμος στα λιθουανικά - padavėjas, padavėjo, waiter, Kelner, Padavėjui
- τραυλίζω στα λιθουανικά - mikčioti, mikčiojimas, miksėjimas, Bełkotać, miksėti
- τραυματίζω στα λιθουανικά - blogis, kančia, sužeisti, skriauda, žaizda, įžeisti, pakenkti, ...
- τραυματικός στα λιθουανικά - trauminis, trauminė, traumuos, traumuoja, potrauminio
Τυχαίες λέξεις
Τραυλισμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mikčiojimas, Stuttering, stostās, mikčiojimo, mikčiojančiųjų
Μεταφράσεις: mikčiojimas, Stuttering, stostās, mikčiojimo, mikčiojančiųjų