Τραυλισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τραυλισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lispelen, stotteren, stotterende, het stotteren, stotterend, stotteren te
Τραυλισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυλισμός

τραυλισμός ορισμός, τραυλισμός αντιμετώπιση, τραυλισμός pdf, τραυλισμός στα παιδιά 2 ετων, τραυλισμός συμπτώματα, τραυλισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τραυλισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τραπεζοκόμος στα ολλανδικά - kelner, ober
  • τραυλίζω στα ολλανδικά - stotteren, hakkelen, stamelen, gestamel, stammer, gestotter
  • τραυματίζω στα ολλανδικά - gewond, beschadigen, verwonding, letsel, nadeel, lijden, kwetsuur, ...
  • τραυματικός στα ολλανδικά - traumatisch, traumatische, trauma
Τυχαίες λέξεις
Τραυλισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lispelen, stotteren, stotterende, het stotteren, stotterend, stotteren te