Υποπτεύομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: υποπτεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποπτεύομαι
υποπτεύομαι συνώνυμο, υποπτεύομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υποπτεύομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υπονομεύω στα λιθουανικά - sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam
- υπονοώ στα λιθουανικά - reikšti, reiškia, nereiškia, reikštų
- υποσημείωση στα λιθουανικά - prierašas, pastaba, išnaša, išnašą, išnašoje, išnašos
- υποσκάπτω στα λιθουανικά - sula, sultys, gyvasakiai, gyvybės syvai, būti apmulkintam
Τυχαίες λέξεις
Υποπτεύομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam
Μεταφράσεις: įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam