Ψηφοφόρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ψηφοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkėjas, rinkėjų, balsuotojų, rinkėjo, rink
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψηφοφόρος
ψηφοφόρος χρυσής αυγής ετών 25, ψηφοφόρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ψηφοφόρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ψηφιακός στα λιθουανικά - skaitmeninis, skaitmeninės, skaitmeninio, skaitmeninė, skaitmeninių
- ψηφοφορία στα λιθουανικά - balsavimas, balsavimo, balsuoti, balsuojama, balsuojant
- ψιθυρίζω στα λιθουανικά - šnabždesys, šnabždėti, kuždesys, kuždėti, kugždėjimas
- ψιθυρισμός στα λιθουανικά - Whispering, pašnibždomis, Rakija, Szeptanie
Τυχαίες λέξεις
Ψηφοφόρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rinkėjas, rinkėjų, balsuotojų, rinkėjo, rink
Μεταφράσεις: rinkėjas, rinkėjų, balsuotojų, rinkėjo, rink