Ψηφοφόρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψηφοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiezer, stemmer, kiezers, de kiezer, van kiezers
Ψηφοφόρος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψηφοφόρος

ψηφοφόρος χρυσής αυγής ετών 25, ψηφοφόρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψηφοφόρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψηφιακός στα ολλανδικά - digitaal, digitale, de digitale, van digitale, digital
  • ψηφοφορία στα ολλανδικά - stemming, stemmen, het stemmen, stem, je stem
  • ψιθυρίζω στα ολλανδικά - fluistering, smoezen, smoezelen, gefluister, fluisteren, Whisper, fluisterend
  • ψιθυρισμός στα ολλανδικά - fluistering, smoezelen, gefluister, smoezen, fluisteren, fluisterend, Whispering, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψηφοφόρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kiezer, stemmer, kiezers, de kiezer, van kiezers