Έκλυση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έκλυση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emissies, vrijlating, bevrijding, loslaten, afgifte, versie
Έκλυση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκλυση

έκκληση ετυμολογία, έκλυση μεθανίου, έκλυση ραδιενέργειας, εκλυση συνώνυμο, έκλυση wiki, έκλυση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έκλυση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έκθεση στα ολλανδικά - foto, proberen, opname, toetsen, trachten, opstel, kiek, ...
  • έκκληση στα ολλανδικά - pleiten, beroep, hoger beroep, hogere voorziening, hogere, aantrekkingskracht
  • έκλυτος στα ολλανδικά - liederlijk, losbandig, rakish, losbandige, zwierige
  • έκπαγλος στα ολλανδικά - ekpaglos
Τυχαίες λέξεις
Έκλυση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: emissies, vrijlating, bevrijding, loslaten, afgifte, versie