Αναμασώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναμασώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herkauwen, ruminate, herkauw, piekeren, te herkauwen
Αναμασώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμασώ

αναμασώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναμασώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναμέτρηση στα ολλανδικά - samenkomst, zitting, bijeenkomst, ontmoeting, meeting, vergadering, vereniging, ...
  • αναμαλλιάζω στα ολλανδικά - in de war brengen, in wanorde brengen, verwarren
  • αναμετρώ στα ολλανδικά - peinzen, wegen, afwegen, weegt, weeg, te wegen
  • αναμιγνύω στα ολλανδικά - mengsel, wassen, temperen, mengen, mixen, vermengen, verwarren, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναμασώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herkauwen, ruminate, herkauw, piekeren, te herkauwen