Αναμασώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναμασώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штейн, роздумувати, міркувати, розмірковувати, думати
Αναμασώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμασώ

αναμασώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναμασώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναμέτρηση στα ουκρανικά - відповідати, зустріти, збір, зібратися, побачитись, конфронтація
  • αναμαλλιάζω στα ουκρανικά - роздратовання, роздратовувати, оборка, сутичка, засмучувати, розбудовувати, турбувати, ...
  • αναμετρώ στα ουκρανικά - басейн, став, водоймище, ставок, важити, важитиме, важитимуть
  • αναμιγνύω στα ουκρανικά - рукавиці, змішувати, суміш, змішати, змішування, плутати
Τυχαίες λέξεις
Αναμασώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: штейн, роздумувати, міркувати, розмірковувати, думати