Αναμασώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναμασώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruminar, ruminate, refletir, meditar, ponderar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναμασώ
αναμασώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναμασώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναμέτρηση στα πορτογαλικά - reunião, achar, sessão, junção, encontro, confronto, confrontação, ...
- αναμαλλιάζω στα πορτογαλικά - desarranjar, desarranjo, desarranjamos, desordenar, desorganizar
- αναμετρώ στα πορτογαλικά - reflectir, lagoa, lago, ponderar, pesar, pesam, pesa, ...
- αναμιγνύω στα πορτογαλικά - mesclar, misturar, baralhar, luva, mistura, ligar, mexer, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναμασώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ruminar, ruminate, refletir, meditar, ponderar
Μεταφράσεις: ruminar, ruminate, refletir, meditar, ponderar