Αναρχικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναρχικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anarchist, anarchistische, anarchistisch, anarchisten, de anarchistische
Αναρχικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρχικός

αναρχικός ατομικισμός, αναρχικός τραπεζίτης, αναρχικός καπιταλισμός, αναρχικόσ δάσκαλοσ, αναρχικός των δύο κόσμων, αναρχικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναρχικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναρρώνω στα ολλανδικά - helen, genezen, aansterken, revalideren, convalesce, te sterken, op verhaal komen
  • αναρχία στα ολλανδικά - regeringloosheid, anarchie, anarchy, de anarchie, anarchisme
  • αναρωτιέμαι στα ολλανδικά - verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
  • ανασκευάζω στα ολλανδικά - weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen
Τυχαίες λέξεις
Αναρχικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: anarchist, anarchistische, anarchistisch, anarchisten, de anarchistische