Αναρχικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: αναρχικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anarhist, anarhistična, anarhistično, anarhistične, anarhista
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρχικός
αναρχικός ατομικισμός, αναρχικός τραπεζίτης, αναρχικός καπιταλισμός, αναρχικόσ δάσκαλοσ, αναρχικός των δύο κόσμων, αναρχικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αναρχικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αναρρώνω στα σλοβενικά - obnovit, okrevajo, convalesce, rekonvalescenco, Ozdravel
- αναρχία στα σλοβενικά - anarhija, anarhije, anarhijo, anarhiji
- αναρωτιέμαι στα σλοβενικά - div, sprašujem se,, sprašujem, sprašujem se, se sprašujem
- ανασκευάζω στα σλοβενικά - Pobiti, ovreči utemeljenosti, Opovrgnuti, ovreči
Τυχαίες λέξεις
Αναρχικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: anarhist, anarhistična, anarhistično, anarhistične, anarhista
Μεταφράσεις: anarhist, anarhistična, anarhistično, anarhistične, anarhista