Ανωτερότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανωτερότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
superioriteit, overwicht, superieur, de superioriteit, superioriteit van
Ανωτερότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανωτερότητα

ανωτερότητα συνώνυμα, φυλετική ανωτερότητα, αποφθέγματα ανωτερότητα, ανωτερότητα λεξικό, ανωτερότητα ορισμός, ανωτερότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανωτερότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανωμαλία στα ολλανδικά - obstipatie, afwijking, abnormaliteit, anomalie, onregelmatigheid, storing
  • ανωριμότητα στα ολλανδικά - onrijpheid, onvolwassenheid, onvolgroeidheid, immaturiteit, onmondigheid
  • ανωφελής στα ολλανδικά - vruchteloos, vergeefs, onbruikbaar, ijdel, nutteloos, onvoordelig, nutteloze, ...
  • ανόητος στα ολλανδικά - onzinnig, zinloos, dwaas, gek, voor de gek houden, de gek houden, voor de gek
Τυχαίες λέξεις
Ανωτερότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: superioriteit, overwicht, superieur, de superioriteit, superioriteit van