Ανωτερότητα στα τούρκικα
Μετάφραση: ανωτερότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstünlük, üstünlüğü, üstünlüğünü, üstünlüğünün
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωτερότητα
ανωτερότητα συνώνυμα, φυλετική ανωτερότητα, αποφθέγματα ανωτερότητα, ανωτερότητα λεξικό, ανωτερότητα ορισμός, ανωτερότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανωτερότητα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανωμαλία στα τούρκικα - anomali, anomalisi, anomalidir, anormallik, anomalisidir
- ανωριμότητα στα τούρκικα - hamlık, gelişmemişlik, immaturity, olgunlaşmamışlığı, immatüritesi
- ανωφελής στα τούρκικα - boş, yararsız, faydasız, kazançlı, profitless, kârsız
- ανόητος στα τούρκικα - anlamsız, aptal, kandırmak, fool, salak, aldatmasına
Τυχαίες λέξεις
Ανωτερότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: üstünlük, üstünlüğü, üstünlüğünü, üstünlüğünün
Μεταφράσεις: üstünlük, üstünlüğü, üstünlüğünü, üstünlüğünün