Ανώριμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανώριμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jeugdig, onvolwassen, onrijp, onrijpe, onvolgroeide, immature
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανώριμος
ανώριμος ορισμός, ανώριμος συνώνυμα, ανώριμος τράχηλος, συναισθηματικά ανώριμος, ανώριμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανώριμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανώμαλος στα ολλανδικά - abnormaal, onregelmatig, gevlekt, spotty, vlekkerige, slordig
- ανώνυμος στα ολλανδικά - nameloos, naamloos, ongetekend, ongenoemd, anoniem, anonieme, Anonymous
- ανώτατος στα ολλανδικά - soeverein, oppermachtig, top, boven, bovenkant, bovenste, bovenaan
- ανώτερος στα ολλανδικά - superieur, opperste, superieure, superior, een superieure, beter
Τυχαίες λέξεις
Ανώριμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jeugdig, onvolwassen, onrijp, onrijpe, onvolgroeide, immature
Μεταφράσεις: jeugdig, onvolwassen, onrijp, onrijpe, onvolgroeide, immature