Ανώριμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανώριμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justificar, jovem, imaturo, imatura, imaturos, imaturas, immature
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανώριμος
ανώριμος ορισμός, ανώριμος συνώνυμα, ανώριμος τράχηλος, συναισθηματικά ανώριμος, ανώριμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανώριμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανώμαλος στα πορτογαλικά - anormal, irregular, manchado, Fraco, manchada, instável
- ανώνυμος στα πορτογαλικά - anônimo, anónimo, anônima, anónima, anônimos
- ανώτατος στα πορτογαλικά - topo, top, superior, início, parte superior
- ανώτερος στα πορτογαλικά - superior, superiores, superior de, melhor
Τυχαίες λέξεις
Ανώριμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: justificar, jovem, imaturo, imatura, imaturos, imaturas, immature
Μεταφράσεις: justificar, jovem, imaturo, imatura, imaturos, imaturas, immature