Αξονικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
axiaal, axiale, de axiale, een axiale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξονικός
αξονικός ανεμιστήρας, αξονικός τομογράφος κατερίνη, αξονικός τομογράφος, αξονικός τομογράφος καβάλα, αξονικόσ εξαεριστήρασ, αξονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξονικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιόλογος στα ολλανδικά - flink, geruim, vast, hecht, massief, gedegen, aanzienlijk, ...
- αξιόπιστος στα ολλανδικά - betrouwbaar, vertrouwd, betrouwbare, een betrouwbare, betrouwbaarder, betrouwbaar is
- απάγω στα ολλανδικά - ontvoeren, vliegenmepper, garde, zwaai, zwaait, zwaaien
- απάθεια στα ολλανδικά - wezenloosheid, apathie, dofheid, lusteloosheid, onverschilligheid, de apathie
Τυχαίες λέξεις
Αξονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: axiaal, axiale, de axiale, een axiale
Μεταφράσεις: axiaal, axiale, de axiale, een axiale