Απόλυση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απόλυση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontslag, het ontslag, afwijzing, ontslagen, verwerping
Απόλυση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απόλυση

απόλυση παπαθεοδώρου gazzetta, απόλυση εργαζομένου, απόλυση συνώνυμο, απόλυση 4000 εποπ είχε ζητήσει η τρόικα - τι απαντά το γεεθα στην αποκάλυψη, απόλυση εκπαιδευτικών, απόλυση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απόλυση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απόκτηση στα ολλανδικά - slag, handigheid, vaardigheid, aanwinst, buit, acquisitie, vlugheid, ...
  • απόλαυση στα ολλανδικά - genot, verrukking, genoegen, vreugde, delight
  • απόλυτος στα ολλανδικά - ontlokken, rein, praten, volslagen, compleet, voltallig, totaal, ...
  • απόμακρος στα ολλανδικά - verafgelegen, veraf, ver, verwijderd, ververwijderd, afgelegen, vreemd, ...
Τυχαίες λέξεις
Απόλυση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontslag, het ontslag, afwijzing, ontslagen, verwerping