Αργκό στα ολλανδικά
Μετάφραση: αργκό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bargoens, jargon, slang, straattaal, jargonwoorden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αργκό
αργκό νέων, αργκό του διαδικτύου, αργκό των νέων, αργκό στρατού, αργκό φράσεις, αργκό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αργκό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αργαλειός στα ολλανδικά - weefgetouw, opdoemen, doemen, loom, oprijzen
- αργιλώδης στα ολλανδικά - klei, leem, van klei, clay, aarden
- αργοκίνητος στα ολλανδικά - traag, trage, zwakke, een trage, achterblijvende
- αργοπίνω στα ολλανδικά - opslorpen, resorberen, slurpen, argopino
Τυχαίες λέξεις
Αργκό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bargoens, jargon, slang, straattaal, jargonwoorden
Μεταφράσεις: bargoens, jargon, slang, straattaal, jargonwoorden