Ασφαλώς στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασφαλώς, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zeker, bepaald, vast, beslist, ongetwijfeld, wel, stellig
Ασφαλώς στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφαλώς

ασφαλώς συνώνυμο, ασφαλώς και δεν πρέπει, ασφαλώς συνώνυμα, ασφαλώς κυκλοφορώ δ δημοτικου, ασφαλώς και δεν πρέπει μοσχολιού, ασφαλώς λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασφαλώς στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασφαλής στα ολλανδικά - waarborgen, kapotje, vaststellen, veilig, safe, vast, beveiligen, ...
  • ασφαλίζω στα ολλανδικά - beschutten, verzekeren, fixeren, vaststellen, waarborgen, bevestigen, verzekerd, ...
  • ασφυκτιώ στα ολλανδικά - stik
  • ασφυξία στα ολλανδικά - verstikking, verstikkingsgevaar, stikken, verstikking te, voor verstikking
Τυχαίες λέξεις
Ασφαλώς στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zeker, bepaald, vast, beslist, ongetwijfeld, wel, stellig