Βαθιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: βαθιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diep, ernstig, diepe, sterk, dieper
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθιά
βαθιά στη θάλασσα θα πέσω, βαθιά γαλάζια θάλασσα, βαθιά ή βαθειά, βαθιά αναπνοή, βαθιά γωνιά, βαθιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαθιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βαδίζω στα ολλανδικά - lentemaand, marcheren, tippelen, maart, lopen, mars, opmars, ...
- βαζάκι στα ολλανδικά - vat, pot, vaas, pul, kruik, potje, jar, ...
- βαθμίδα στα ολλανδικά - reeks, stand, status, rij, toerbeurt, graad, rang, ...
- βαθμιαία στα ολλανδικά - geleidelijk, langzamerhand, geleidelijk aan, langzaam, geleidelijke
Τυχαίες λέξεις
Βαθιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diep, ernstig, diepe, sterk, dieper
Μεταφράσεις: diep, ernstig, diepe, sterk, dieper