Βαθιά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαθιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profundamente, profunda, fundo, profundo, profundidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθιά
βαθιά στη θάλασσα θα πέσω, βαθιά γαλάζια θάλασσα, βαθιά ή βαθειά, βαθιά αναπνοή, βαθιά γωνιά, βαθιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαθιά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαδίζω στα πορτογαλικά - mármore, março, marcha, março de, de Março, de Março de
- βαζάκι στα πορτογαλικά - variar, vaso, varie, recipiente, vasilha, jarra, jarro, ...
- βαθμίδα στα πορτογαλικά - aleatório, graduação, posto, fileira, linha, cauda, fila, ...
- βαθμιαία στα πορτογαλικά - classe, gradualmente, progressivamente, gradual, gradativamente
Τυχαίες λέξεις
Βαθιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: profundamente, profunda, fundo, profundo, profundidade
Μεταφράσεις: profundamente, profunda, fundo, profundo, profundidade