Βοτανικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: βοτανικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botanisch, botanische, Bloemen en planten, botanica, Botanical
Βοτανικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοτανικός

βοτανικός κήπος ωραριο, βοτανικός κήπος διομήδους, βοτανικός κήπος κιλκις, βοτανικός χαρούλης, βοτανικός live stage, βοτανικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βοτανικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βοριάς στα ολλανδικά - noord, noorden, noordenwind, Zuidwest Wind, Noordwest Wind, Noordoost Wind, noordelijke wind
  • βοσκότοπος στα ολλανδικά - weiland, weide, grasland, weidegrond, graasland, weilanden
  • βουίζω στα ολλανδικά - snorren, gonzen, brommen, neuriën, gegons, brom
  • βουκολικός στα ολλανδικά - herderlijk, landelijk, bucolische, landelijke, bucolic
Τυχαίες λέξεις
Βοτανικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: botanisch, botanische, Bloemen en planten, botanica, Botanical