Βουλή στα ολλανδικά

Μετάφραση: βουλή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volksvertegenwoordiging, parlement, huis, woning, house, huis in
Βουλή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουλή

βουλη των εφήβων, βουλή επισκέψεις σχολείων, βουλή των λόρδων, βουλή των αντιπροσώπων, βουλή των ελλήνων επικοινωνία, βουλή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βουλή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βουίζω στα ολλανδικά - snorren, gonzen, brommen, neuriën, gegons, brom
  • βουκολικός στα ολλανδικά - herderlijk, landelijk, bucolische, landelijke, bucolic
  • βουλιάζω στα ολλανδικά - gootsteen, wastafel, zinken, spoelbak, wasbak
  • βουλιμία στα ολλανδικά - schraperigheid, gierigheid, inhaligheid, vrekkigheid, boulimia, boulimie, bulimia, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουλή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volksvertegenwoordiging, parlement, huis, woning, house, huis in