Schuieren στα ελληνικά
Μετάφραση: schuieren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκούπα, βούρτσα, πινέλο, βουρτσίζω
Μεταφράσεις
- schub στα ελληνικά - κλίμακα, κλιμάκωση, λέπι, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
- schudden στα ελληνικά - σοκ, κρούση, κραδασμός, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ...
- schuif στα ελληνικά - βαλβίδα, τσουλήθρα, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών
- schuiflade στα ελληνικά - συρτάρι, συρταριού, το συρτάρι, συρταριών, του συρταριού
Τυχαίες λέξεις
Schuieren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκούπα, βούρτσα, πινέλο, βουρτσίζω
Μεταφράσεις: σκούπα, βούρτσα, πινέλο, βουρτσίζω