Γόνδολα στα ολλανδικά

Μετάφραση: γόνδολα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gondel, Gondola, gondelbaan, de Gondel, gondellift
Γόνδολα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γόνδολα

πένθιμη γόνδολα, γόνδολα θεσσαλονίκη δελφών, τηλέφωνο γόνδολα, alcatel γόνδολα, γόνδολα ρόδος, γόνδολα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γόνδολα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γόνατα στα ολλανδικά - ronde, kabbelen, klapperen, plassen, schoot, lap, overlapping, ...
  • γόνατο στα ολλανδικά - knie, de knie, knieën, knie-
  • γόνιμος στα ολλανδικά - vruchtbaar, vruchtbare, de vruchtbare, een vruchtbare, vruchtbaarste
  • γόνος στα ολλανδικά - telg, scion, ent, afstammeling, spruit
Τυχαίες λέξεις
Γόνδολα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gondel, Gondola, gondelbaan, de Gondel, gondellift