Δάκτυλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: δάκτυλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vinger, de vinger, vingers, groef
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάκτυλο
ελληνικό δάχτυλο, δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, φουσκωμένο δάχτυλο, δάκτυλο σκανδάλη, εκτινασσόμενο δάχτυλο, δάκτυλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δάκτυλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δάγκωμα στα ολλανδικά - happen, knauwen, beet, beitsen, bijten, bijt, te bijten, ...
- δάκρυ στα ολλανδικά - scheur, vaneenscheuren, doorscheuren, scheuren, traan, rijten, verscheuren, ...
- δάνειο στα ολλανδικά - lenen, lening, bruikleen, leningen, krediet, lening van
- δάρτης στα ολλανδικά - plunjers, plungers, drukstukken, zuigers, Dompellichamen
Τυχαίες λέξεις
Δάκτυλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vinger, de vinger, vingers, groef
Μεταφράσεις: vinger, de vinger, vingers, groef