Δάκτυλο στα τούρκικα
Μετάφραση: δάκτυλο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parmak, parmağı, parmakla, finger, parmağınızı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάκτυλο
ελληνικό δάχτυλο, δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, φουσκωμένο δάχτυλο, δάκτυλο σκανδάλη, εκτινασσόμενο δάχτυλο, δάκτυλο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δάκτυλο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δάγκωμα στα τούρκικα - ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite
- δάκρυ στα τούρκικα - kopmak, yırtılmak, gözyaşı, yırtılma, yırtılmaya, tear, yırtıp
- δάνειο στα τούρκικα - borç, kredi, kredisi, Kiralanmış, bakışı
- δάρτης στα τούρκικα - pistonlar, pistonları, Plenserleri, Dalgıç pistonlar, Kompresörla
Τυχαίες λέξεις
Δάκτυλο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: parmak, parmağı, parmakla, finger, parmağınızı
Μεταφράσεις: parmak, parmağı, parmakla, finger, parmağınızı