Διαίρεση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
divisie, verdeling, legerafdeling, deling, afdeling, verdeeldheid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαίρεση
διαίρεση μέτρησης, διαίρεση κλάσματος με κλάσμα, διαίρεση β δημοτικού, διαίρεση με το μηδέν, διαίρεση στο excel, διαίρεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαίρεση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διίσταμαι στα ολλανδικά - afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
- δια στα ολλανδικά - door, van, bij, op, per
- διαβάζω στα ολλανδικά - lezen, aflezen, lees, gelezen, te lezen, lezen van
- διαβήτης στα ολλανδικά - suikerziekte, diabetes, van diabetes
Τυχαίες λέξεις
Διαίρεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: divisie, verdeling, legerafdeling, deling, afdeling, verdeeldheid
Μεταφράσεις: divisie, verdeling, legerafdeling, deling, afdeling, verdeeldheid