Deling στα ελληνικά

Μετάφραση: deling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, διαίρεση, τομή, μερίδιο, διχασμός, τμήμα, μεραρχία, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Deling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • delicaat στα ελληνικά - ψιλή, πρόστιμο, φίνος, μαλθακός, λεπτός, εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος, ...
  • delicaatheid στα ελληνικά - άλγος, πόνος, λιχουδιά, λεπτότητα, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
  • delirium στα ελληνικά - παραλήρημα, παραληρήματος, το παραλήρημα, ντελίριο, συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση
  • delven στα ελληνικά - σκάβω, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου, νάρκη
Τυχαίες λέξεις
Deling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, διαίρεση, τομή, μερίδιο, διχασμός, τμήμα, μεραρχία, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό