Διαμέρισμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαμέρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slap, vlak, flat, vlakte, plat, flauw, appartement, gelijk, eender, Apartment, appartementen, appartement met, appartementencomplex
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμέρισμα
διαμέρισμα προς ενοικίαση λεμεσός, διαμέρισμα ενοικίαση βριλήσσια, διαμέρισμα προς πώληση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα προς ενοικίαση, διαμέρισμα προς ενοικίαση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαμέρισμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαμάχη στα ολλανδικά - twist, controverse, polemiek, conflict, strijd, conflicten, van conflicten, ...
- διαμένω στα ολλανδικά - resideren, wonen, huizen, leven, te leven, woont, leeft
- διαμέσου στα ολλανδικά - gedaan, per, met, door, via, doorheen, door middel, ...
- διαμέτρημα στα ολλανδικά - kaliber, caliber, het kaliber, gehalte
Τυχαίες λέξεις
Διαμέρισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slap, vlak, flat, vlakte, plat, flauw, appartement, gelijk, eender, Apartment, appartementen, appartement met, appartementencomplex
Μεταφράσεις: slap, vlak, flat, vlakte, plat, flauw, appartement, gelijk, eender, Apartment, appartementen, appartement met, appartementencomplex