Διαρκής στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαρκής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onafgebroken, volhardend, doorlopend, constante, constant, voortdurend, voortdurende, een constante
Διαρκής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρκής

διαρκής κατάλογος μνημείων, διαρκής ιερά σύνοδος, διαρκής επιτροπή δημόσιας διοίκησης δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης, διαρκής επιτροπή παραγωγής και εμπορίου, διαρκής επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων, διαρκής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαρκής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαπραγματεύομαι στα ολλανδικά - handelen, handeldrijven, onderhandelen, brabbelen, onderhandeling, Parley, van Parley
  • διαπρεπής στα ολλανδικά - uitstekend, opvallend, uitstek, vooraanstaande, bij uitstek, meest vooraanstaande, preeminent
  • διαρκείας στα ολλανδικά - bestendig, aanhoudend, constant, duurzaam, gedurig, vast, gestadig, ...
  • διαρκώ στα ολλανδικά - voorgaand, voorafgaand, later, verleden, vroeger, finaal, laatste, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαρκής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onafgebroken, volhardend, doorlopend, constante, constant, voortdurend, voortdurende, een constante