Διασκορπίζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: διασκορπίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondstrooien, strooien, verstrooien, spreiding, scatter, verstrooiing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασκορπίζομαι
διασκορπίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασκορπίζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διασκευάζω στα ολλανδικά - bewerken, aanpassen, afstemmen, adapteren, modificeert, wijzigt, dienovereenkomstige wijziging, ...
- διασκευή στα ολλανδικά - modificatie, aanpassing, bewerking, adaptatie, herziening, revisie, herzien, ...
- διασκορπίζω στα ολλανδικά - uiteenjagen, uiteendrijven, rondstrooien, strooien, verstrooien, spreiding, scatter, ...
- διασπαθίζω στα ολλανδικά - verkwist, verkwanseld, verspild, verbrast, verkwistte
Τυχαίες λέξεις
Διασκορπίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rondstrooien, strooien, verstrooien, spreiding, scatter, verstrooiing
Μεταφράσεις: rondstrooien, strooien, verstrooien, spreiding, scatter, verstrooiing