Διασκορπίζομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διασκορπίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espargir, amedrontar, desamontoar, espalhar, dispersar, dispersão, de dispersão, scatter
Διασκορπίζομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασκορπίζομαι

διασκορπίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διασκορπίζομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διασκευάζω στα πορτογαλικά - adapte, adaptar, acomodar, ajeitar, ajustar, modifies, modifica, ...
  • διασκευή στα πορτογαλικά - adaptação, ajuste, revisão, de revisão, a revisão, revisão de, revisões
  • διασκορπίζω στα πορτογαλικά - amedrontar, desvanecer, desamontoar, expedição, dispersão, espargir, debandar, ...
  • διασπαθίζω στα πορτογαλικά - dilapidar, barulho, desperdiçado, desperdiçada, esbanjou, desperdiçaram, desperdiçou
Τυχαίες λέξεις
Διασκορπίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espargir, amedrontar, desamontoar, espalhar, dispersar, dispersão, de dispersão, scatter