Διεργασία στα ολλανδικά

Μετάφραση: διεργασία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoek, schoolexamen, keuring, concours, schouw, procédé, werkwijze, proces, proces van, procedure
Διεργασία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεργασία

διεργασία ομάδας, διεργασία αδράνειας συστήματος cpu, διεργασία συνώνυμα, διεργασία αδράνειας συστήματος ποσοστό χρόνου αδράνειας του επεξεργαστή, διεργασία της ομάδας, διεργασία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διεργασία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεξάγω στα ολλανδικά - gedrag, rondleiden, richten, besturen, leiden, dirigeren, brengen, ...
  • διεξοδικός στα ολλανδικά - uitgestrekt, breedvoerig, welig, ampel, omvangrijk, uitgebreid, overvloedig, ...
  • διερεύνηση στα ολλανδικά - onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure
  • διερμηνέας στα ολλανδικά - vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
Τυχαίες λέξεις
Διεργασία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderzoek, schoolexamen, keuring, concours, schouw, procédé, werkwijze, proces, proces van, procedure