Διχοτομώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: διχοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
halveren, bisect, deelbaar, halveer, wordt doorsneden
Διχοτομώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχοτομώ

διχοτομώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διχοτομώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διχασμός στα ολλανδικά - legerafdeling, divisie, verdeling, deling, afdeling, verdeeldheid
  • διχοτομία στα ολλανδικά - scheuren, scheiden, scheur, splijten, verdelen, doorklieven, splitsen, ...
  • διχόνοια στα ολλανδικά - geschil, onenigheid, tweedracht, wanklank, verdeeldheid, disharmonie
  • διψασμένος στα ολλανδικά - dorstig, dorst, dorstige, dorst heeft
Τυχαίες λέξεις
Διχοτομώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: halveren, bisect, deelbaar, halveer, wordt doorsneden