Διχοτομώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: διχοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ділити навпіл
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχοτομώ
διχοτομώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διχοτομώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διχασμός στα ουκρανικά - відділ, поділення, частину, роздягнув, дивізія, поділ, розділення, ...
- διχοτομία στα ουκρανικά - переломлення, розколюватися, заломлення, перелом, розколоти, розколений, розбавляти, ...
- διχόνοια στα ουκρανικά - незгода, чвари, звади, розлад, розбіжність, дисонанс, розбрат, ...
- διψασμένος στα ουκρανικά - спраглий, жадаючий, прагнучий, висохлий, жадає, що жадає, прагне
Τυχαίες λέξεις
Διχοτομώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ділити навпіл
Μεταφράσεις: ділити навпіл