Διχοτομώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διχοτομώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχοτομώ
διχοτομώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διχοτομώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διχασμός στα πορτογαλικά - divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão
- διχοτομία στα πορτογαλικά - dividir, lasca, romper, fender, rachar, fartura, abrir, ...
- διχόνοια στα πορτογαλικά - discórdia, a discórdia, desacordo, discórdias, discordância
- διψασμένος στα πορτογαλικά - sedento, com sede, sede, thirsty, sedentos
Τυχαίες λέξεις
Διχοτομώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão
Μεταφράσεις: bifurcar, bisect, bissetriz, bissectar, linha de divisão