Δολάριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: δολάριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dollar, de dollar, dollars, dollar van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δολάριο
δολάριο ηπα, δολάριο σήμερα, δολάριο αμερικής σήμερα, δολάριο ευρώ, δολάριο καναδά σε ευρώ, δολάριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δολάριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δοκιμαστικός στα ολλανδικά - experimenteel, empirisch, proces, onderzoek, Trial, proef, studie
- δοκός στα ολλανδικά - onderlegger, ribbe, straal, balk, spaak, bundel, beam, ...
- δολιοφθορά στα ολλανδικά - saboteren, sabotage, sabotage te, de sabotage, van sabotage
- δολοπλοκία στα ολλανδικά - intrige, intrigeren, gekonkel, intriges, intrigue
Τυχαίες λέξεις
Δολάριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dollar, de dollar, dollars, dollar van
Μεταφράσεις: dollar, de dollar, dollars, dollar van