Εξέλκωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εξέλκωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzwering, ulceratie, zweren, ulceraties, ulcera
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξέλκωση
εξέλκωση καρκίνου μαστού, εξέλκωση πρωκτού, εξέλκωση στομάχου, εξέλκωση τραχήλου, εξέλκωση βραχιόνων, εξέλκωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξέλκωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εξέδρα στα ολλανδικά - doorstaan, podium, huisje, gezichtspunt, uitstaan, tent, keet, ...
- εξέλιξη στα ολλανδικά - vordering, evolutie, ontogenese, wasdom, groei, voortgang, vooruitgang, ...
- εξέταση στα ολλανδικά - schoolexamen, keuring, enquête, onderzoek, schouw, concours, examen, ...
- εξέχω στα ολλανδικά - uitsteken, steken, te steken, stok uit, uit te steken
Τυχαίες λέξεις
Εξέλκωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzwering, ulceratie, zweren, ulceraties, ulcera
Μεταφράσεις: verzwering, ulceratie, zweren, ulceraties, ulcera