Εξέλκωση στα τούρκικα
Μετάφραση: εξέλκωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ülserleşme, ülserasyon, ülserasyonu, ülser, ülseri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξέλκωση
εξέλκωση καρκίνου μαστού, εξέλκωση πρωκτού, εξέλκωση στομάχου, εξέλκωση τραχήλου, εξέλκωση βραχιόνων, εξέλκωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξέλκωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εξέδρα στα τούρκικα - kaide, kürsü, durmak, durum, olmak, bulunmak, platform, ...
- εξέλιξη στα τούρκικα - gelişme, büyüme, ilerleme, geliştirme, kalkınma, gelişimi, gelişim
- εξέταση στα τούρκικα - inceleme, sınav, muayene, muayenesi, muayenesinde
- εξέχω στα τούρκικα - çıkmak, dayanmak, dışarı sopa, uzatmak, katlanmak
Τυχαίες λέξεις
Εξέλκωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ülserleşme, ülserasyon, ülserasyonu, ülser, ülseri
Μεταφράσεις: ülserleşme, ülserasyon, ülserasyonu, ülser, ülseri