Εξέλκωση στα ουγγρικά
Μετάφραση: εξέλκωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fekélyesedés, fekély, fekélyképződés, kifekélyesedése, ulceratio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξέλκωση
εξέλκωση καρκίνου μαστού, εξέλκωση πρωκτού, εξέλκωση στομάχου, εξέλκωση τραχήλου, εξέλκωση βραχιόνων, εξέλκωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξέλκωση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εξέδρα στα ουγγρικά - veszteglés, faállomány, ellenállás, vágány, ugrómérce, rakfelület, szónoklatok, ...
- εξέλιξη στα ουγγρικά - kialakulás, gyökvonás, evolúció, fejlesztés, fejlődés, fejlesztési, fejlesztése, ...
- εξέταση στα ουγγρικά - tudakozódás, vizsgálat, vizsga, vizsgálata, vizsgálatot, vizsgálatát
- εξέχω στα ουγγρικά - kiáll, ölt, kibír ki, bottal ki
Τυχαίες λέξεις
Εξέλκωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fekélyesedés, fekély, fekélyképződés, kifekélyesedése, ulceratio
Μεταφράσεις: fekélyesedés, fekély, fekélyképződés, kifekélyesedése, ulceratio