Επικροτώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: επικροτώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toejuichen, welkom, welkome, Welcome, harte welkom, van harte welkom
Επικροτώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικροτώ

επικροτώ συνωνυμα, επικροτώ αγγλικά, επικροτώ αντιθετο, το επικροτώ, επικροτώ λεξικό, επικροτώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επικροτώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επικρίνω στα ολλανδικά - laken, gispen, keuren, afkeuren, kritiseren, beoordelen, berispen, ...
  • επικρατώ στα ολλανδικά - prevaleren, de overhand hebben, zwaarder wegen, overhand, de overhand, overheersen
  • επικυρώνω στα ολλανδικά - betuigen, verzekeren, sanctioneren, bekrachtigen, beamen, toestemmen, bevestigen, ...
  • επικός στα ολλανδικά - episch, epos, heldendicht, epische, epic
Τυχαίες λέξεις
Επικροτώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toejuichen, welkom, welkome, Welcome, harte welkom, van harte welkom