Επιρρίπτω στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιρρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toe te schrijven, toerekenbaar, te wijten, toerekenbare, toegeschreven
Επιρρίπτω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιρρίπτω

επιρρίπτω ευθύνες, επιρρίπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιρρίπτω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιπόλαια στα ολλανδικά - zwak, licht, lichtjes, zwakjes, triviaal, trivially, kinderlijk, ...
  • επιπόλαιος στα ολλανδικά - ondiep, frivool, vluchtig, oppervlakkig, lichtzinnig, wuft, licht, ...
  • επιρρεπής στα ολλανδικά - geneigd, geschikt, bekwaam, apt, app
  • επιρρηματικός στα ολλανδικά - bijwoordelijk, bijwoordelijke, adverbiale, adverbial, bijwoordelijke bepaling
Τυχαίες λέξεις
Επιρρίπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toe te schrijven, toerekenbaar, te wijten, toerekenbare, toegeschreven