Επιρρίπτω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιρρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atribuível, atribuíveis, imputável, imputáveis, atribuído
Επιρρίπτω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιρρίπτω

επιρρίπτω ευθύνες, επιρρίπτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιρρίπτω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιπόλαια στα πορτογαλικά - levemente, farol, trivialmente, trivially, trivial, banalmente
  • επιπόλαιος στα πορτογαλικά - deva, baixo, espantar, amedrontar, raso, superficial, negligente, ...
  • επιρρεπής στα πορτογαλικά - apto, apt, o apt, aptos, apta
  • επιρρηματικός στα πορτογαλικά - adverbial, advérbio, adverbiais, adverbial de
Τυχαίες λέξεις
Επιρρίπτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atribuível, atribuíveis, imputável, imputáveis, atribuído